- αμνειός
- ἀμνειὸς και ἄμνιος, ο (Α) [ἀμνός]ο υμένας που καλύπτει το έμβρυο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμνείος — ἀμνεῑος, εία, εῖον, (Α) [ἀμνός] αυτός που ανήκει σε αμνό ή προέρχεται από αυτόν, ο αρνήσιος … Dictionary of Greek
ἀμνεῖος — of lamb masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμνός — ο (Α ἀμνὸς) (θηλ. Α ἀμνὰς και ἀμνὴ και ἀμνίς, Ν αμνάδα) 1. το νεογνό τού προβάτου, αρνί, αρνάκι 2. φρ. «ο αμνός τού Θεού» ο Χριστός μσν. το ύφασμα τού επιταφίου, όπου εικονίζεται το σώμα τού Χριστού αρχ. 1. ανόητος, κουτός 2. άκακος, πράος,… … Dictionary of Greek
ἀμνεῖον — of lamb neut nom/voc/acc sg ἀμνεῖος of lamb masc acc sg ἀμνεῖος of lamb neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμνείας — ἀμνεί̱ᾱς , ἀμνεῖος of lamb fem acc pl ἀμνεί̱ᾱς , ἀμνεῖος of lamb fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμνείαν — ἀμνεί̱ᾱν , ἀμνεῖος of lamb fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμνείου — ἀμνεῖον of lamb neut gen sg ἀμνεί̱ου , ἀμνεῖος of lamb masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)